γκεσέμι
Смотреть что такое "γκεσέμι" в других словарях:
γκεσέμι — γκεσέμι, το και γκιοσέμι, το (λ. τουρκ.), τράγος ή κριάρι που προπορεύεται στο κοπάδι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γκεσέμι — και γκιοσέμι και κεσέμι, το τράγος ἡ κριάρι που οδηγεί ολόκληρο το κοπάδι, μπροστάρι, σούρτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kosem] … Dictionary of Greek
γκιοσέμι — το βλ. γκεσέμι … Dictionary of Greek